ὁμόηχος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόηχος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.
|lstext='''ὁμόηχος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόηχος]], -ον)<br />αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦχος]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>ηχος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόηχος Medium diacritics: ὁμόηχος Low diacritics: ομόηχος Capitals: ΟΜΟΗΧΟΣ
Transliteration A: homóēchos Transliteration B: homoēchos Transliteration C: omoichos Beta Code: o(mo/hxos

English (LSJ)

ον,

   A sounding together, Hsch. s.v. ὁμορροθοῦντες.

German (Pape)

[Seite 334] zusammentönend, Hes. s. v. ὁμοῤῥοθοῦντες.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόηχος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόηχος, -ον)
αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦχος (πρβλ. κακό-ηχος)].