κομπορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
(6_18)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομπορρήμων''': -ον, ὁ ὁμιλῶν [[μετὰ]] κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ [[μετὰ]] κόμπου [[ὁμιλία]], Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.
|lstext='''κομπορρήμων''': -ον, ὁ ὁμιλῶν [[μετὰ]] κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ [[μετὰ]] κόμπου [[ὁμιλία]], Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>ρρήμων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κομπορρήμων: -ον, ὁ ὁμιλῶν μετὰ κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ μετὰ κόμπου ὁμιλία, Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και -ονας (Μ κομπορρήμων, -ον)
αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυ-ρρήμων, μεγαλο-ρρήμων].