κιβωτοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῑβωτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιβώτιον]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[θίβη]]. | |lstext='''κῑβωτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιβώτιον]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[θίβη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιβωτοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κιβωτού, όμοιος με [[κιβώτιο]] ή κιβωτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιβωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a chest, Hsch. s.v. θίβη.
German (Pape)
[Seite 1436] ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῑβωτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιβώτιον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θίβη.
Greek Monolingual
κιβωτοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ειδής (< είδος)].