συνεξορμάω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξορμάω''': συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, [[ὅμως]] αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ [[ἥλιος]] καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, [[ἐξέρχομαι]], ποιῶ ἔξοδον [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.
|lstext='''συνεξορμάω''': συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, [[ὅμως]] αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ [[ἥλιος]] καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, [[ἐξέρχομαι]], ποιῶ ἔξοδον [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> pousser <i>ou</i> exciter en même temps;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’élancer <i>ou</i> partir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξορμάω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξορμάω Medium diacritics: συνεξορμάω Low diacritics: συνεξορμάω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΡΜΑΩ
Transliteration A: synexormáō Transliteration B: synexormaō Transliteration C: syneksormao Beta Code: sunecorma/w

English (LSJ)

   A help to urge on, Isoc.10.52; τὰ ζῷα πρὸς τοὺς συνδυασμούς Plu.2.685e; ὁ ἥλιος σ. τὰ πνεύματα assists in raising them, Arist.Mete.361b14.    II intr., rush forth or sally out together, X.Cyr.1.4.20 (v.l. ἐξορμᾷ), 7.1.29, Hell.Oxy.15.3, Plb.10.37.6; ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ shoots up along with the corn, X.Oec.17.12,14:—Pass., D.C.41.9.    2 set out together, ἅμα ἡμῖν Arch.Pap.2.515.8 (i B.C.), cf. PTeb.18.8 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορμάω: συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, ὅμως αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα πρός τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ ἥλιος καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, ἐξέρχομαι, ποιῶ ἔξοδον ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται ὁμοῦ μετὰ τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. pousser ou exciter en même temps;
2 intr. s’élancer ou partir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορμάω.