ὀσμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσμάομαι''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] ὀδμ- (ἴδε [[ὀσμή]]), ἀποθ., [[ὀσφραίνομαι]], ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., [[ὀσφραίνομαι]], ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487.
|lstext='''ὀσμάομαι''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] ὀδμ- (ἴδε [[ὀσμή]]), ἀποθ., [[ὀσφραίνομαι]], ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., [[ὀσφραίνομαι]], ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />sentir, flairer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὀσμή]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμάομαι Medium diacritics: ὀσμάομαι Low diacritics: οσμάομαι Capitals: ΟΣΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: osmáomai Transliteration B: osmaomai Transliteration C: osmaomai Beta Code: o)sma/omai

English (LSJ)

older form ὀδμ- (v. ὀσμή),

   A smell at a thing, τινος Arist. HA541a25, etc.; τι Gal.17(2).151: abs., smell, have the sense of smell, Democr.11 (in form ὀδμ-), Heraclit.98, Arist.de An.421a11, 424b16, AP11.240 (Lucill.); τὰ ὀσμώμενα the organs of smell, Gal.UP8.4:— Pass., ὀδμᾶσθαι Anon. Lond.33.19.    II metaph., perceive, remark, Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου S.Fr.176 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 396] riechen, wittern, spüren; Arist. top. 1, 12; Plut. u. a. Sp.; – übertr., Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου, Soph. frg. 186.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμάομαι: ἀρχαιότερος τύπος ὀδμ- (ἴδε ὀσμή), ἀποθ., ὀσφραίνομαι, ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., ὀσφραίνομαι, ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, μετὰ γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
sentir, flairer, gén..
Étymologie: ὀσμή.