ἑκτεύς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκτεύς''': έως, ὁ ([[ἕκτος]]) τὸ ἓν ἕκτον (sextarius) τοῦ μεδίμνου, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 9, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 547, Μένανδ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 4.
|lstext='''ἑκτεύς''': έως, ὁ ([[ἕκτος]]) τὸ ἓν ἕκτον (sextarius) τοῦ μεδίμνου, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 9, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 547, Μένανδ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 4.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />setier, <i>mesure att. pour les matières sèches valant 32 cotyles ou un sixième de médimne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕκτος]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκτεύς Medium diacritics: ἑκτεύς Low diacritics: εκτεύς Capitals: ΕΚΤΕΥΣ
Transliteration A: hekteús Transliteration B: hekteus Transliteration C: ekteys Beta Code: e(kteu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (ἕκτος)

   A the sixth part (sextarius) of the μέδιμνος, πυρῶν, κριθέων, Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf.IG12.76.6, Ar.Ec. 547, Men.91.

German (Pape)

[Seite 781] ὁ, der sechste Theil des μέδιμνος, sextarius; Ar. Eccl. 547; Ath. VI, 235 c; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκτεύς: έως, ὁ (ἕκτος) τὸ ἓν ἕκτον (sextarius) τοῦ μεδίμνου, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 9, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 547, Μένανδ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 4.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
setier, mesure att. pour les matières sèches valant 32 cotyles ou un sixième de médimne.
Étymologie: ἕκτος.