ναυλοχία: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
(6_11) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυλοχία''': ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, [[κυρίως]], τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92. | |lstext='''ναυλοχία''': ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, [[κυρίως]], τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναυλοχία]], ἡ (Α) [[ναύλοχος]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραμονή]] πλοίων σε όρμο ή [[μυχό]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[τόπος]] όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A anchorage, esp. of pirates, App.Mith.92.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, das Vorankerliegen, bes. um einem Feinde aufzulauern, App. Mithr. 92.
Greek (Liddell-Scott)
ναυλοχία: ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, κυρίως, τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: τόπος ἔνθα ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92.
Greek Monolingual
ναυλοχία, ἡ (Α) ναύλοχος
1. (γενικά) παραμονή πλοίων σε όρμο ή μυχό
2. (ειδικά) τόπος όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών.