ἐνθλάω: Difference between revisions
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθλάω''': Ἰων. [[ἐμφλάω]]: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ [[δένδρον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ [[νόμισμα]] δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν [[σημεῖον]] τὸ ἀμφοῖν [[πάθος]] Αἰλ. π. Ζ. 6. 15. | |lstext='''ἐνθλάω''': Ἰων. [[ἐμφλάω]]: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ [[δένδρον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ [[νόμισμα]] δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν [[σημεῖον]] τὸ ἀμφοῖν [[πάθος]] Αἰλ. π. Ζ. 6. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />enfoncer dans, graver dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἐμφλάω,
A indent by pressure, Hp.Int.44, Aristid.Or.47(23).13; impress (on coin), σημεῖον Ael.NA6.15.
German (Pape)
[Seite 842] (s. θλάω), einquetschen, hineindrücken, Theophr. u. Sp.; hineinprägen, Ael. H. A. 6, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθλάω: Ἰων. ἐμφλάω: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ δένδρον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ νόμισμα δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν σημεῖον τὸ ἀμφοῖν πάθος Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.