πηγάνινος: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγάνινος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ πηγάνου, πηγάνινον [[ἔλαιον]] Γαλην. τ. 13, σ. 40, Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 22, 98, κτλ. | |lstext='''πηγάνινος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ πηγάνου, πηγάνινον [[ἔλαιον]] Γαλην. τ. 13, σ. 40, Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 22, 98, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br />παρασκευασμένος από [[πήγανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πήγανον]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μάλλ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of rue, ἔλαιον Id.11.489.
German (Pape)
[Seite 608] aus Raute, von der Raute gemacht, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάνινος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ πηγάνου, πηγάνινον ἔλαιον Γαλην. τ. 13, σ. 40, Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 22, 98, κτλ.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από πήγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος)].