ὕψωσις: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_8) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsosis | |Transliteration C=ypsosis | ||
|Beta Code=u(/ywsis | |Beta Code=u(/ywsis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a raising high</b>, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a raising high</b>, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[hill]], [[eminence]], <span class="bibl">Str.7.5.10</span> (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[exalting]], [[glorifying]], αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>149.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕψωσις''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς [[σήκωμα]], ἡ τοῦ βραχίονος [[ὕψωσις]] Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, [[αἴνεσις]], ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ [[μᾶλλον]] [[νηστεία]] πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14. | |lstext='''ὕψωσις''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς [[σήκωμα]], ἡ τοῦ βραχίονος [[ὕψωσις]] Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, [[αἴνεσις]], ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ [[μᾶλλον]] [[νηστεία]] πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 30 June 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a raising high, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472. 2 hill, eminence, Str.7.5.10 (pl.). II metaph., exalting, glorifying, αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ LXX Ps.149.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψωσις: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς σήκωμα, ἡ τοῦ βραχίονος ὕψωσις Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, αἴνεσις, ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ ὕψωσις τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ ὕψωσις τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ μᾶλλον νηστεία πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. Κρήτ. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14.