συνομολογία: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνομολογία''': ἡ, τὸ συνομολογεῖν, [[παραχώρησις]], [[συμφωνία]], ταχὺ [[ταύτῃ]] τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α. | |lstext='''συνομολογία''': ἡ, τὸ συνομολογεῖν, [[παραχώρησις]], [[συμφωνία]], ταχὺ [[ταύτῃ]] τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[συνομολογῶ]]<br />[[συμφωνία]], [[συναίνεση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.
Greek (Liddell-Scott)
συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.