καταλωβάω: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(6_1)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλωβάω''': [[ἀκρωτηριάζω]], [[καταστρέφω]], τὰ [[μέλη]] τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.
|lstext='''καταλωβάω''': [[ἀκρωτηριάζω]], [[καταστρέφω]], τὰ [[μέλη]] τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλωβάω:''' увечить, калечить (τινα Polyb.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλωβάω Medium diacritics: καταλωβάω Low diacritics: καταλωβάω Capitals: ΚΑΤΑΛΩΒΑΩ
Transliteration A: katalōbáō Transliteration B: katalōbaō Transliteration C: katalovao Beta Code: katalwba/w

English (LSJ)

   A mutilate, Plb.15.33.9.

German (Pape)

[Seite 1362] verstümmeln, κατελώβησαν, Pol. 15, 33, 9.

Greek (Liddell-Scott)

καταλωβάω: ἀκρωτηριάζω, καταστρέφω, τὰ μέλη τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.

Russian (Dvoretsky)

καταλωβάω: увечить, калечить (τινα Polyb.).