στόβος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στόβος''': ὁ, [[λοιδορία]], [[ὄνειδος]], [[κακολογία]], Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ [[στόμφος]]). ΙΙ. = [[φλυαρία]], [[ἀλαζονεία]], [[κόμπος]], Λυκόφρ. 395.
|lstext='''στόβος''': ὁ, [[λοιδορία]], [[ὄνειδος]], [[κακολογία]], Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ [[στόμφος]]). ΙΙ. = [[φλυαρία]], [[ἀλαζονεία]], [[κόμπος]], Λυκόφρ. 395.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αλαζονεία]] («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[ὄνειδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[στέμβω]] «[[υβρίζω]], [[χλευάζω]]» [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]])].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόβος Medium diacritics: στόβος Low diacritics: στόβος Capitals: ΣΤΟΒΟΣ
Transliteration A: stóbos Transliteration B: stobos Transliteration C: stovos Beta Code: sto/bos

English (LSJ)

ὁ,

   A abuse, bad language, insolence, κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 945] ὁ, das Schelten, Schimpfen; – auch Großprahlerei, Lycophr. 395.

Greek (Liddell-Scott)

στόβος: ὁ, λοιδορία, ὄνειδος, κακολογία, Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ στόμφος). ΙΙ. = φλυαρία, ἀλαζονεία, κόμπος, Λυκόφρ. 395.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα -μ- (βλ. και λ. στέμβω)].