τρίπρατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίπρατος''': -ον, ὁ τρὶς ἢ [[πολλάκις]] πραθείς, πωληθείς, ὁ [[πολλάκις]] ἀπημπολημένος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 88· πρβλ. [[παλίμπρατος]]. | |lstext='''τρίπρατος''': -ον, ὁ τρὶς ἢ [[πολλάκις]] πραθείς, πωληθείς, ὁ [[πολλάκις]] ἀπημπολημένος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 88· πρβλ. [[παλίμπρατος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πουληθεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρατός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρα</i>- του [[πέρνημι]] «[[πουλώ]]», <b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρά</i>-<i>σκω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πρατος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice sold, Com.Adesp. 884, cf. Ph.2.47.
German (Pape)
[Seite 1146] dreimal verkauft, Ar. fr. 718 bei Eust. 725, 32.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπρατος: -ον, ὁ τρὶς ἢ πολλάκις πραθείς, πωληθείς, ὁ πολλάκις ἀπημπολημένος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 88· πρβλ. παλίμπρατος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πουληθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πρατός (< θ. πρα- του πέρνημι «πουλώ», πρβλ. πι-πρά-σκω), πρβλ. πολύ-πρατος].