διελκυσμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_15)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διελκυσμός''': ὁ, τὸ περιφέρειν, σύρειν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20. 2) [[λογομαχία]], [[ἔρις]], Ὑποθ. Ἀριστοφ. Ἀχ.
|lstext='''διελκυσμός''': ὁ, τὸ περιφέρειν, σύρειν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20. 2) [[λογομαχία]], [[ἔρις]], Ὑποθ. Ἀριστοφ. Ἀχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[tracción]], [[acción de tirar o arrastrar]] ὁ δ. τοῦ κυλίοντος D.H.<i>Comp</i>.20.14<br /><b class="num">•</b>fig. [[distracción]], [[atracción]] [[διάκενος]] Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.633B.<br /><b class="num">2</b> [[retraso]], [[demora]] μηδὲ περὶ τὸν ὑμέτερον κατάπλουν γενέσθαι διελκυσμόν <i>PTeb</i>.25.2, cf. 9 (II a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[alboroto]], [[camorra]] Ar.<i>Ach</i>.argumen.1.18.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διελκυσμός Medium diacritics: διελκυσμός Low diacritics: διελκυσμός Capitals: ΔΙΕΛΚΥΣΜΟΣ
Transliteration A: dielkysmós Transliteration B: dielkysmos Transliteration C: dielkysmos Beta Code: dielkusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pushing about, D.H.Comp.20.    2 delay, PTeb. 25.2 (ii B. C.).    3 brawl, Arg. 1 Ar.Ach.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, das Auseinanderziehen, Fortschleppen. Dion. Hal. C. V. 20.

Greek (Liddell-Scott)

διελκυσμός: ὁ, τὸ περιφέρειν, σύρειν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20. 2) λογομαχία, ἔρις, Ὑποθ. Ἀριστοφ. Ἀχ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 tracción, acción de tirar o arrastrar ὁ δ. τοῦ κυλίοντος D.H.Comp.20.14
fig. distracción, atracción διάκενος Nemes.Nat.Hom.M.40.633B.
2 retraso, demora μηδὲ περὶ τὸν ὑμέτερον κατάπλουν γενέσθαι διελκυσμόν PTeb.25.2, cf. 9 (II a.C.).
3 alboroto, camorra Ar.Ach.argumen.1.18.