τυμπανοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[τύμπανον]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.
|lstext='''τυμπᾰνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[τύμπανον]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τύμπανον]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνοειδής Medium diacritics: τυμπανοειδής Low diacritics: τυμπανοειδής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: tympanoeidḗs Transliteration B: tympanoeidēs Transliteration C: tympanoeidis Beta Code: tumpanoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a drum, Arist.Cael.293b34, D.L.9.30 (Cobet, for -ῶδες), Placit. 3.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τύμπανον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un tambour.
Étymologie: τύμπανον, εἶδος.