κεγχρώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεγχρώδης''': -ες, = [[κεγχροειδής]], Ἱππ. 427. 7, 1020C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 3. | |lstext='''κεγχρώδης''': -ες, = [[κεγχροειδής]], Ἱππ. 427. 7, 1020C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεγχρώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεγχρώδης]] σαρξ» — σπειρωτή [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώδης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A millet-like, of eruptions, Hp.Liqu.6, Epid.2.3.1; of plants, Thphr.HP8.3.3, 4; σάρξ granulated tissue, Archig. ap. Orib. 46.26.1.
German (Pape)
[Seite 1410] ες, = κεγχροειδής, Ath. II, 53 d III, 82 f u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρώδης: -ες, = κεγχροειδής, Ἱππ. 427. 7, 1020C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 3.
Greek Monolingual
κεγχρώδης, -ῶδες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φρ. «κεγχρώδης σαρξ» — σπειρωτή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα -ώδης].