ἀπαίθομαι: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_20) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαίθομαι''': παθ. φλέγομαι, κεραυνοῖς, οἵ οἱ [[πρόσθε]] ποδῶν [[θαμέες]] ποτόωντο δι’ αἴθρης, δεινὸν ἀπαιθόμενοι Κόϊντ. Σμ. 1. 693. | |lstext='''ἀπαίθομαι''': παθ. φλέγομαι, κεραυνοῖς, οἵ οἱ [[πρόσθε]] ποδῶν [[θαμέες]] ποτόωντο δι’ αἴθρης, δεινὸν ἀπαιθόμενοι Κόϊντ. Σμ. 1. 693. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[arder]] Q.S.1.693. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
A take fire, Q.S.1.693.
German (Pape)
[Seite 275] entbrennen, in Feuer gerathen, Qu. Sm. 1, 693 im part. praes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίθομαι: παθ. φλέγομαι, κεραυνοῖς, οἵ οἱ πρόσθε ποδῶν θαμέες ποτόωντο δι’ αἴθρης, δεινὸν ἀπαιθόμενοι Κόϊντ. Σμ. 1. 693.
Spanish (DGE)
arder Q.S.1.693.