ἄκμηνος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκμηνος''': -ον, (οὐχὶ [[ἀκμηνός]], Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, [[ἄκμηνος]] σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, [[αὐτόθι]] 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, [[αὐτόθι]] 207· [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]], [[αὐτόθι]] 346· ἐκ τοῦ [[ἀκμή]], [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[Αἰολιστὶ]] σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν. | |lstext='''ἄκμηνος''': -ον, (οὐχὶ [[ἀκμηνός]], Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, [[ἄκμηνος]] σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, [[αὐτόθι]] 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, [[αὐτόθι]] 207· [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]], [[αὐτόθι]] 346· ἐκ τοῦ [[ἀκμή]], [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[Αἰολιστὶ]] σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à jeun ; [[ἄκμηνος]] [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος IL qui n’a pris ni boisson ni aliment solide.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fasting from food, four times in Il.19.163,207,320, 346 (expl. by Sch. fr. Aeol. ἄκμη, = ἀσιτία); also in Lyc.672; σίτων Nic.Th.116; δόρποιο Call.Fr.anon.4.
German (Pape)
[Seite 75] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 ἄκμηνος σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 ἄκμηνος καὶ ἄπαστος; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – ἀκμή soll Aeolisch = ἀσιτία gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκμηνος: -ον, (οὐχὶ ἀκμηνός, Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, ἄκμηνος σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, αὐτόθι 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, αὐτόθι 207· ἄκμηνος καὶ ἄπαστος, αὐτόθι 346· ἐκ τοῦ ἀκμή, ὅπερ λέγεται ὅτι Αἰολιστὶ σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à jeun ; ἄκμηνος πόσιος καὶ ἐδητύος IL qui n’a pris ni boisson ni aliment solide.
Étymologie: ἄκμη.