ἀκμηνός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἀκμηνή, ἀκμηνόν, (ἀκμή) full-grown, θάμνος ἐλαίης Od.23.191; νυμφῶν ἃς ἀκμηνὰς καλοῦσιν Paus.5.15.6, cf. Jul. Laod. in Cat.Cod.Astr. 5(1).189.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 adj. vigoroso, crecido, desarrollado θάμνος ἐλαίης Od.23.191.
2 subst. mozo, joven ὁ δὲ Ἄρης (sc. ἐπιτήδειος) ... ἀκμήνοις (en serie con soldados, comandantes, herreros, etc.), Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.5(1).189
•como n. de unas ninfas, Paus.5.15.6.
German (Pape)
[Seite 75] (ἀκμή), ausgewachsen, Hom. einmal, Od. 23, 191 θάμνος τανύφυλλος ἐλαίης ἀκμηνὸς θαλέθων· πάχετος δ' ἦν ήύτε κίων; – Paus. 5, 15. 6 νύμφαι, = ἀκμάζουσαι. – Vgl. Lehrs Aristarch. p. 311.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui est dans toute sa force ou sa fraîcheur.
Étymologie: ἀκμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμηνός: достигший полной высоты, высокий (θάμνος ἐλαίης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμηνός: -ή, -όν, (ἀκμή) = ἐν πλήρει ἀναπτύξει, θάμνος ἐλαίας, Ὀδ. Ψ. 191· νυμφῶν ἃς ἀκμηνὰς καλοῦσιν, Παυσ. 5. 15, 6.
English (Autenrieth)
(ἀκμή): full-grown, Il. 23.191†.
Greek Monolingual
ἀκμηνός, -ή, -ὸν (Α) ἀκμή
αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη, ο ακμαίος.
ἄκμηνος, -ον (Α)
ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»].
Greek Monotonic
ἀκμηνός: -ή, -όν (ἀκμή), σε πλήρη ανάπτυξη, σε Ομήρ. Οδ.