λέντιον: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(6_22)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέντιον''': τό, τὸ Λατ. linteum, [[ὀθόνη]] λινοῦ, [[ὕφασμα]], [[μάκτρον]], «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, [[λίντεον]]· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. [[ὑπηρέτης]] ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.
|lstext='''λέντιον''': τό, τὸ Λατ. linteum, [[ὀθόνη]] λινοῦ, [[ὕφασμα]], [[μάκτρον]], «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, [[λίντεον]]· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. [[ὑπηρέτης]] ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.
}}
{{StrongGR
|strgr=of Latin [[origin]]; a "[[linen]]" [[cloth]], i.e. [[apron]]: [[towel]].
}}
}}

Revision as of 17:52, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέντιον Medium diacritics: λέντιον Low diacritics: λέντιον Capitals: ΛΕΝΤΙΟΝ
Transliteration A: léntion Transliteration B: lention Transliteration C: lention Beta Code: le/ntion

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A linteum, cloth, napkin, towel, Peripl.M.Rubr.6 (pl.), Vit.Aesop.Oxy.2083.48, Ev.Jo.13.4, Inscr.Magn.116.34, BSA 27.228 (Sparta, ii A.D.):—hence λεντι-άριος, ὁ, prob.attendant at the bath, IG3.1160.72, 14.2323:

German (Pape)

[Seite 28] τό, das lat. linteum, N. T. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λέντιον: τό, τὸ Λατ. linteum, ὀθόνη λινοῦ, ὕφασμα, μάκτρον, «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, λίντεον· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. ὑπηρέτης ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.

English (Strong)

of Latin origin; a "linen" cloth, i.e. apron: towel.