λοπίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_1)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοπίζω''': (λοπὸς) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω» ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς [[λεπίζω]], ἣν ὁ Φώτιος ἀποδοκιμάζει), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1 καὶ 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «λοπίξαι. λαμπρῦναι. ἢ λεπιδῶσαι».
|lstext='''λοπίζω''': (λοπὸς) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω» ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς [[λεπίζω]], ἣν ὁ Φώτιος ἀποδοκιμάζει), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1 καὶ 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «λοπίξαι. λαμπρῦναι. ἢ λεπιδῶσαι».
}}
{{grml
|mltxt=[[λοπίζω]] (Α) [[λοπίς]]<br />[[αφαιρώ]] τον φλοιό, [[ξεφλουδίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπίζω Medium diacritics: λοπίζω Low diacritics: λοπίζω Capitals: ΛΟΠΙΖΩ
Transliteration A: lopízō Transliteration B: lopizō Transliteration C: lopizo Beta Code: lopi/zw

English (LSJ)

   A peel off the bark (with v.l. λεπίζω, which Phot. condemns), in Pass., Thphr.HP3.13.1,4; cf. λοπίξαι· λαμπρῦναι ἢ λεπιδῶσαι, Hsch.:—the word occurs in broken context, POxy.218Fr.(b)3.

Greek (Liddell-Scott)

λοπίζω: (λοπὸς) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω» (μετὰ διαφ. γραφῆς λεπίζω, ἣν ὁ Φώτιος ἀποδοκιμάζει), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1 καὶ 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «λοπίξαι. λαμπρῦναι. ἢ λεπιδῶσαι».

Greek Monolingual

λοπίζω (Α) λοπίς
αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω.