εἰστρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_14)
(big3_13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰστρέπομαι''': μέσ., [[τρέπω]] πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ [[ἐντός]], [[ὅταν]] καταπίῃ (ἡ [[σκολόπενδρα]]) τὸ [[ἄγκιστρον]], ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ [[ἄγκιστρον]], εἴθ’ [[οὕτως]] εἰστρέπεται [[πάλιν]] ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.
|lstext='''εἰστρέπομαι''': μέσ., [[τρέπω]] πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ [[ἐντός]], [[ὅταν]] καταπίῃ (ἡ [[σκολόπενδρα]]) τὸ [[ἄγκιστρον]], ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ [[ἄγκιστρον]], εἴθ’ [[οὕτως]] εἰστρέπεται [[πάλιν]] ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[volverse]], [[darse la vuelta]] hacia dentro ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς [[ἐκτός]] ... · εἶθ' οὕτως εἰστρέπεται πάλιν [[ἐντός]] Arist.<i>HA</i> 621<sup>a</sup>8, τὰ εἰστρεπόμενα μυδίῳ ἀποτείνειν de los bordes de una herida, Heliod. en Orib.46.10.4.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστρέπομαι Medium diacritics: εἰστρέπομαι Low diacritics: ειστρέπομαι Capitals: ΕΙΣΤΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: eistrépomai Transliteration B: eistrepomai Transliteration C: eistrepomai Beta Code: ei)stre/pomai

English (LSJ)

   A turn in, [τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4 :—Pass., fut. εἰστρᾰπήσομαι Antyll. ap. Aët.7.74.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέπομαι: μέσ., τρέπω πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ ἐντός, ὅταν καταπίῃ (ἡ σκολόπενδρα) τὸ ἄγκιστρον, ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον, εἴθ’ οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.

Spanish (DGE)

volverse, darse la vuelta hacia dentro ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός ... · εἶθ' οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντός Arist.HA 621a8, τὰ εἰστρεπόμενα μυδίῳ ἀποτείνειν de los bordes de una herida, Heliod. en Orib.46.10.4.