νῆσις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_8) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νῆσις''': -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε. | |lstext='''νῆσις''': -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆσις]], ἡ (ΑΜ)<br />το [[γνέσιμο]], το [[κλώσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] (<b>πρβλ.</b> αορ. <i>ἔ</i>-<i>νησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[νῆσις]] και [[νήησις]], ἡ (Α) [[νηέω]]<br />[[επισώρευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (νέω B)
A spinning, Pl.R.620e.
νῆσις (B), εως, ἡ, (νέω C)
A accumulation, Hp.Loc.Hom.20 codd. (fort. ἴνησις).
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, 1) das Spinnen, ἡ τῆς Ἀτρόπου, Plat. Rep. X, 620 e. – 2) das An-, Aufhäufen, σώρευσις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νῆσις: -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε.
Greek Monolingual
(I)
νῆσις, ἡ (ΑΜ)
το γνέσιμο, το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω (πρβλ. αορ. ἔ-νησ-α) + κατάλ. -ις].———————— (II)
νῆσις και νήησις, ἡ (Α) νηέω
επισώρευση.