δυσπρόσδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπρόσδεκτος''': -ον, δυσκόλως γινόμενος [[ἀποδεκτός]], [[δυσάρεστος]], Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5. | |lstext='''δυσπρόσδεκτος''': -ον, δυσκόλως γινόμενος [[ἀποδεκτός]], [[δυσάρεστος]], Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on admet avec peine, désagréable, fâcheux;<br /><b>2</b> qui admet avec peine, gén..<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσδέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hardly admitted, disagreeable, Plu.2.39d. II Act., disinclined to entertain, διαβολῆς M.Ant.1.5.
German (Pape)
[Seite 688] 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσδεκτος: -ον, δυσκόλως γινόμενος ἀποδεκτός, δυσάρεστος, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on admet avec peine, désagréable, fâcheux;
2 qui admet avec peine, gén..
Étymologie: δυσ-, προσδέχομαι.