μισθοφορητέον: Difference between revisions

From LSJ
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοφορητέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μισθοφορεῖν, Θουκ. 8. 65, [[ἔνθα]] τὸ ἄλλους κεῖται ἀντὶ τοῦ ἄλλοις, ὡς εἰ ἦν μισθοφορεῖν δεῖ.
|lstext='''μισθοφορητέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μισθοφορεῖν, Θουκ. 8. 65, [[ἔνθα]] τὸ ἄλλους κεῖται ἀντὶ τοῦ ἄλλοις, ὡς εἰ ἦν μισθοφορεῖν δεῖ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθοφορητέον:''' ρημ. επίθ. του προηγ., [[κάποιος]] που πρέπει να λάβει [[μισθό]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορητέον Medium diacritics: μισθοφορητέον Low diacritics: μισθοφορητέον Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: misthophorētéon Transliteration B: misthophorēteon Transliteration C: misthoforiteon Beta Code: misqoforhte/on

English (LSJ)

   A one must receive pay, Th.8.65, where ἄλλους is used instead of ἄλλοις, as if it had been μισθοφορεῖν δεῖ.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μισθοφορεῖν, Θουκ. 8. 65, ἔνθα τὸ ἄλλους κεῖται ἀντὶ τοῦ ἄλλοις, ὡς εἰ ἦν μισθοφορεῖν δεῖ.

Greek Monotonic

μισθοφορητέον: ρημ. επίθ. του προηγ., κάποιος που πρέπει να λάβει μισθό, σε Θουκ.