ὁμομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_19)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμομήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. παρὰ Πλάτ. Κρατ. 402C, [[Πολυδ]]. Γ΄, 23.
|lstext='''ὁμομήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. παρὰ Πλάτ. Κρατ. 402C, [[Πολυδ]]. Γ΄, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμομήτωρ]], -ορoς, ὁ, ἡ (Α)<br />o [[ομομήτριος]], ο γεννημένος από την [[ίδια]] [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>μήτωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμομήτωρ Medium diacritics: ὁμομήτωρ Low diacritics: ομομήτωρ Capitals: ΟΜΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: homomḗtōr Transliteration B: homomētōr Transliteration C: omomitor Beta Code: o(momh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, = foreg., Orph.Fr.15, Poll.3.23.

German (Pape)

[Seite 338] ορος, = ὁμομήτριος, Orph. bei Plat. Crat. 402 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. παρὰ Πλάτ. Κρατ. 402C, Πολυδ. Γ΄, 23.

Greek Monolingual

ὁμομήτωρ, -ορoς, ὁ, ἡ (Α)
o ομομήτριος, ο γεννημένος από την ίδια μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ-μήτωρ].