ξενοπρεπής: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_7) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενοπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ξένον· [[παράδοξος]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀσυνήθης]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπιρρ. ξενοπρεπῶς Ὁλοβ. ἐν Boiss. Ἀνεκ. 5, σ. 174. | |lstext='''ξενοπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ξένον· [[παράδοξος]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀσυνήθης]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπιρρ. ξενοπρεπῶς Ὁλοβ. ἐν Boiss. Ἀνεκ. 5, σ. 174. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ξενοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ξένους<br /><b>2.</b> [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοπρεπώς</i> (Α <i>ξενοπρεπῶς</i>)<br />με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δουλο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ιερο</i>-<i>πρεπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A strange, out of the way, Hp Fract.1, D.H.Dem.34, Aret.SD2.13 (Comp.). Adv. -πῶς Steph. in Hp.2.288 D.
German (Pape)
[Seite 277] ές, einem Fremden geziemend, fremd aussehend, D. Hal. de vi Dem. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ξένον· παράδοξος, ἀλλόκοτος, ἀσυνήθης, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπιρρ. ξενοπρεπῶς Ὁλοβ. ἐν Boiss. Ἀνεκ. 5, σ. 174.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ξενοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ξένους
2. παράδοξος, ασυνήθιστος.
επίρρ...
ξενοπρεπώς (Α ξενοπρεπῶς)
με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλο-πρεπής, ιερο-πρεπής].