κισσάω: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσάω''': Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: ([[κίσσα]] ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]] νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.
|lstext='''κισσάω''': Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: ([[κίσσα]] ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]] νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />désirer passionnément, <i>gén. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[κίσσα]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσάω Medium diacritics: κισσάω Low diacritics: κισσάω Capitals: ΚΙΣΣΑΩ
Transliteration A: kissáō Transliteration B: kissaō Transliteration C: kissao Beta Code: kissa/w

English (LSJ)

Att. κιττ-, (

   A κίσσα 11) crave for strange food, of pregnant women, Arist.HA584a19, Arr.Epict.4.8.35, Gal.6.422; κ. τῆς γηθυλλίδος Polem.Hist.36: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.Pax 497 (lyr.): c. inf., long to do a thing, Id.V.349 (cf. Sch.); ἐκίττα ἡ πόλις ἐπὶ τῷ μειρακίῳ Longus 4.33.    II Act., conceive, LXX Ps.50(51).7.

German (Pape)

[Seite 1442] att. κιττάω, das heftige Gelüst schwangerer Frauen nach besonderen, oft widernatürlichen Speisen haben, τινός; Ath. IX, 372 a; Arist. H. A. 7, 4 u. A.; übh. wonach lüstern sein, heftig verlangen, τῆς εἰρήνης Ar. Pax 4971 c. infin., Vesp. 349.

Greek (Liddell-Scott)

κισσάω: Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: (κίσσα ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ σφόδρα νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
désirer passionnément, gén. ou inf..
Étymologie: κίσσα.