συμπαρακολουθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρᾰκολουθέω''': παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, [[συμβαδίζω]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ [[τύχη]] σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ [[μνήμη]] σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. [[φόβος]] Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.
|lstext='''συμπαρᾰκολουθέω''': παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, [[συμβαδίζω]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ [[τύχη]] σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ [[μνήμη]] σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. [[φόβος]] Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακολουθέω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρᾰκολουθέω Medium diacritics: συμπαρακολουθέω Low diacritics: συμπαρακολουθέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: symparakolouthéō Transliteration B: symparakoloutheō Transliteration C: symparakoloutheo Beta Code: sumparakolouqe/w

English (LSJ)

   A follow along or in a parallel line with, keep up with, τινι Pl.Plt.308d, etc.; ἡτύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Aeschin.3.157; ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Isoc.5.134; σ. τῷ λόγῳ Pl.Plt.271c: abs., φόβος -ῶν X.Hier.6.6, cf. Aeschin.3.233.

German (Pape)

[Seite 984] mit folgen od. begleiten; καλῶς τῷ λόγῳ συμπαρηκολούθηκας, Plat. Polit. 271 c, d. i. der Rede folgen, sie verstehen; φόβος, Xen. Hier. 6, 6; Aesch. 3, 233; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρᾰκολουθέω: παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, συμβαδίζω μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ τύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. φόβος Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.
Étymologie: σύν, παρακολουθέω.