σαρκήρης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_7)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκήρης''': -ες, ὁ [[σαρκώδης]], ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, [[στάχυς]] παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''σαρκήρης''': -ες, ὁ [[σαρκώδης]], ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, [[στάχυς]] παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που αποτελείται από σάρκες, [[σαρκώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκήρης Medium diacritics: σαρκήρης Low diacritics: σαρκήρης Capitals: ΣΑΡΚΗΡΗΣ
Transliteration A: sarkḗrēs Transliteration B: sarkērēs Transliteration C: sarkiris Beta Code: sarkh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A of, consisting of flesh, στάχυς Trag.Adesp. 263.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκήρης: -ες, ὁ σαρκώδης, ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, στάχυς παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ήρης (Ι)].