πετρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(6_18)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρόβλητος''': -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, [[αὐτόθι]].
|lstext='''πετρόβλητος''': -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χτυπηθεί από [[ρίξιμο]] πέτρας<br /><b>2.</b> (για [[νεφρό]]) αυτός που έχει προσβληθεί από [[λιθίαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρόβλητος Medium diacritics: πετρόβλητος Low diacritics: πετρόβλητος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: petróblētos Transliteration B: petroblētos Transliteration C: petrovlitos Beta Code: petro/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A pelted with stones, Phot.    II affected by the stone, νεφροί Id.

German (Pape)

[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος].