ἀθυρόγλωττος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
|lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόγλωττος Medium diacritics: ἀθυρόγλωττος Low diacritics: αθυρόγλωττος Capitals: ΑΘΥΡΟΓΛΩΤΤΟΣ
Transliteration A: athyróglōttos Transliteration B: athyroglōttos Transliteration C: athyroglottos Beta Code: a)quro/glwttos

English (LSJ)

ον,

   A one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (-γλωσσος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.