κραυγή: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραυγή''': ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, [[κράζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε [[κραυγή]]; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· κραυγὴν στῆσαι, [[θεῖναι]] Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ [[ποίησις]]) ὡς [[παράδειγμα]] ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11. | |lstext='''κραυγή''': ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, [[κράζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε [[κραυγή]]; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· κραυγὴν στῆσαι, [[θεῖναι]] Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ [[ποίησις]]) ὡς [[παράδειγμα]] ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.<br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, crier ; cf. [[κράζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A crying, screaming, shouting, τίς ἥδε κ.; Telecl.35; κραυγὴν θεῖναι, στῆσαι, E.Or.1510, 1529; ποιεῖν X.Cyr.3.1.4; κραυγῇ χρῆσθαι Th.2.4; κ. γίγνεται Lys.13.71; rarely of a shout of joy, PPetr.3p.334 (iii B. C.), Ev.Luc.1.42: in pl., Aeschin.1.34, Vett.Val.2.35; κραυγὴ Καλλιόπης, as an instance of bad taste, cited from.Dionys.Eleg. (7) by Arist.Rh.1405a33.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγή: ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, κράζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε κραυγή; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· κραυγὴν στῆσαι, θεῖναι Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ ποίησις) ὡς παράδειγμα ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.
Étymologie: R. Κραγ, crier ; cf. κράζω.