ἐξοργίζω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξοργίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κινῶ εἰς ὀργήν, παροργίζω, οὕτω και ἵππον θυμοειδῆ ὁ μὴ ἀνιῶν ἥκιστ’ ἂν ἐξοργίζοι Ξεν. Ἱππ. 9, 2, Αἰσχίν. 27. 19· τινά [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 3. 7: - Παθ., ἐξοργίζομαι, ὡς καὶ νῦν, τούτου [[χάριν]] ἐξώργισμαι, εἶμαι [[πλήρης]] ὀργῆς, Βατραχομυομ. 186, Ἀρισταίν. 2. 20. | |lstext='''ἐξοργίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κινῶ εἰς ὀργήν, παροργίζω, οὕτω και ἵππον θυμοειδῆ ὁ μὴ ἀνιῶν ἥκιστ’ ἂν ἐξοργίζοι Ξεν. Ἱππ. 9, 2, Αἰσχίν. 27. 19· τινά [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 3. 7: - Παθ., ἐξοργίζομαι, ὡς καὶ νῦν, τούτου [[χάριν]] ἐξώργισμαι, εἶμαι [[πλήρης]] ὀργῆς, Βατραχομυομ. 186, Ἀρισταίν. 2. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=transporter de fureur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀργίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A enrage, ἵππον X.Eq.9.2; τινάς Aeschin.1.192; τὰς ψυχὰς πρὸς τοὺς πολεμίους X.Mem.3.3.7:—Pass., to be enraged, furious, Batr.[184a], Satyr.Vit.Eur.Fr.39x33 (prob.), Plb.6.57.8, al., Phld. Mus.p.78 K., Aristaenet.2.20.
German (Pape)
[Seite 887] sehr erzürnen, aufbringen, τινά, Aesch. 1, 192; πρός τι, Xen. Mem. 3, 3, 7. – Pass. in heftigen Zorn gerathen, Batrach. 185, Aristaen. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοργίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κινῶ εἰς ὀργήν, παροργίζω, οὕτω και ἵππον θυμοειδῆ ὁ μὴ ἀνιῶν ἥκιστ’ ἂν ἐξοργίζοι Ξεν. Ἱππ. 9, 2, Αἰσχίν. 27. 19· τινά πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 3. 7: - Παθ., ἐξοργίζομαι, ὡς καὶ νῦν, τούτου χάριν ἐξώργισμαι, εἶμαι πλήρης ὀργῆς, Βατραχομυομ. 186, Ἀρισταίν. 2. 20.