Μαμμάκυθος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
(6_3) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μαμμάκῠθος''': [ᾱκ], ὁ, κωμικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα τὸν μωρὸν ἢ ἠλίθιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 990· - ὁ [[Πλάτων]] ἢ ὁ Μεταγένης ἔγραψε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο. - Ὅμοιοι κωμικοὶ χαρακτῆρες [[εἶναι]] τά: [[βλιτομάμμας]], [[συκομάμμας]] ([[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ [[μάμμα]]), [[Μαργίτης]] ἐκ τοῦ [[μάργος]]. | |lstext='''Μαμμάκῠθος''': [ᾱκ], ὁ, κωμικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα τὸν μωρὸν ἢ ἠλίθιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 990· - ὁ [[Πλάτων]] ἢ ὁ Μεταγένης ἔγραψε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο. - Ὅμοιοι κωμικοὶ χαρακτῆρες [[εἶναι]] τά: [[βλιτομάμμας]], [[συκομάμμας]] ([[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ [[μάμμα]]), [[Μαργίτης]] ἐκ τοῦ [[μάργος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Μαμμάκῠθος:''' [ᾰκ], ὁ, κωμική [[λέξη]] για τον ηλίθιο, τον αλαφροΐσκιωτο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱκ], ὁ, Com. word for a
A blockhead, Ar.Ra.990 (pl.); title of play by Plato Com. or Aristagoras.
Greek (Liddell-Scott)
Μαμμάκῠθος: [ᾱκ], ὁ, κωμικὴ λέξις σημαίνουσα τὸν μωρὸν ἢ ἠλίθιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 990· - ὁ Πλάτων ἢ ὁ Μεταγένης ἔγραψε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο. - Ὅμοιοι κωμικοὶ χαρακτῆρες εἶναι τά: βλιτομάμμας, συκομάμμας (ὡσαύτως ἐκ τοῦ μάμμα), Μαργίτης ἐκ τοῦ μάργος.
Greek Monotonic
Μαμμάκῠθος: [ᾰκ], ὁ, κωμική λέξη για τον ηλίθιο, τον αλαφροΐσκιωτο, σε Αριστοφ.