ὑποσείω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσείω''': Ἐπικ. ὑποσσ-, [[σείω]] ἢ κινῶ [[ὑποκάτω]], οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ [[τρύπανον]], Ὀδ. Ι. 385· [[οἶνος]] ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) [[κοσκινίζω]], ὑποσείσας τὸ λεπτότερον [[ἄλευρον]] Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. [[προτείνω]] ἢ [[ῥίπτω]] [[πρός]] τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.
|lstext='''ὑποσείω''': Ἐπικ. ὑποσσ-, [[σείω]] ἢ κινῶ [[ὑποκάτω]], οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ [[τρύπανον]], Ὀδ. Ι. 385· [[οἶνος]] ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) [[κοσκινίζω]], ὑποσείσας τὸ λεπτότερον [[ἄλευρον]] Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. [[προτείνω]] ἢ [[ῥίπτω]] [[πρός]] τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> secouer <i>ou</i> ébranler par-dessous;<br /><b>2</b> agiter sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σείω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείω Medium diacritics: ὑποσείω Low diacritics: υποσείω Capitals: ΥΠΟΣΕΙΩ
Transliteration A: hyposeíō Transliteration B: hyposeiō Transliteration C: yposeio Beta Code: u(posei/w

English (LSJ)

Ep. ὑποσσ-,

   A rotate, spin round, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, of a stake, compared to an auger, Od.9.385; τὰ ὑποσείοντα κεφαλάς (vv. ll. -ήν, -ῆς), perh. a form of paralysis agitans, Hp.Coac.159.    2 sift out, v. ὑποσήθω.    II hold out or throw to, ἄρτους Ael.NA7.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείω: Ἐπικ. ὑποσσ-, σείω ἢ κινῶ ὑποκάτω, οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ τρύπανον, Ὀδ. Ι. 385· οἶνος ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) κοσκινίζω, ὑποσείσας τὸ λεπτότερον ἄλευρον Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. προτείνωῥίπτω πρός τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.

French (Bailly abrégé)

1 secouer ou ébranler par-dessous;
2 agiter sous.
Étymologie: ὑπό, σείω.