ἀνυπόκριτος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνυπόκρῐτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὑποκρίσεως, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ε΄ 19), Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 9, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 8. 3: - Οὐσιαστ. -κρισία, ἡ, [[εἰλικρίνεια]], Εὐστ. Πονημάτ. 90. 26. ΙΙ. ὡς γραμματ. ὅρος, ἴδε [[ἐνυπόκριτος]]. | |lstext='''ἀνυπόκρῐτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὑποκρίσεως, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ε΄ 19), Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 9, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 8. 3: - Οὐσιαστ. -κρισία, ἡ, [[εἰλικρίνεια]], Εὐστ. Πονημάτ. 90. 26. ΙΙ. ὡς γραμματ. ὅρος, ἴδε [[ἐνυπόκριτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non propre à jouer sur la scène;<br /><b>2</b> non feint, sincère.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑποκρίνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without dissimulation, LXXWi.5.18, Ep.Rom. 12.9, Ep.Jac.3.17. Adv. -τως M.Ant.8.5. II undramatic, Demetr.Eloc.194. III in punctuation, of a stop in a simple sentence, opp. ἐνυπόκριτος (q.v.), Sch.D.T.p.24H.
German (Pape)
[Seite 266] unverstellt; ohne Heuchelei, N. T. – Adv., Anton. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόκρῐτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποκρίσεως, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ε΄ 19), Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 9, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 8. 3: - Οὐσιαστ. -κρισία, ἡ, εἰλικρίνεια, Εὐστ. Πονημάτ. 90. 26. ΙΙ. ὡς γραμματ. ὅρος, ἴδε ἐνυπόκριτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non propre à jouer sur la scène;
2 non feint, sincère.
Étymologie: ἀ, ὑποκρίνομαι.