φορίνη: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορίνη''': [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· [[ἔνδυμα]] ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.
|lstext='''φορίνη''': [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· [[ἔνδυμα]] ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros <i>ou</i> du caméléon;<br /><b>2</b> vêtement en peau épaisse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie.
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορίνη Medium diacritics: φορίνη Low diacritics: φορίνη Capitals: ΦΟΡΙΝΗ
Transliteration A: phorínē Transliteration B: phorinē Transliteration C: forini Beta Code: fori/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A skin or hide of pachydermatous animals, esp. of swine, Hp.Acut.(Sp.)50, Ath.9.381c, etc.; of the rhinoceros, Ael. NA17.44; of the ox, Eust.1915.13; of the chamaeleon, Ael.NA4.33; of the tortoise's shell, dub. in S.Ichn.303: also of human skin, Antipho Soph.33, Aristomen. 10; metaph., φ. παχεῖαν φέρων 'thick-skinned', Plu.2.57a.    II fat, νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. Herod. 4.16.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, 1) die Schwarte am Schweinefleisch, u. übh. die dicke Haut, Sp., στερεά Ael. H. A. 4, 33. – 2) übertr., die dicke Haut eines dummen Menschen, Dickfelligkeit, Unempfindlichkeit, B. A. 70.

Greek (Liddell-Scott)

φορίνη: [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, μάλιστα δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· ἔνδυμα ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros ou du caméléon;
2 vêtement en peau épaisse.
Étymologie: DELG étym. non établie.