συνύφειαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(6_3) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνύφειαι''': [ῠ], αἱ, τὰ συνυφασμένα κύτταρα τῶν μελισσῶν, ἡ κηρήθρα, «μελόπηττα», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9 ἃς [[ὡσαύτως]] καλεῖ ἱστοὺς συνυφεῖς, [[αὐτόθι]] 8. | |lstext='''συνύφειαι''': [ῠ], αἱ, τὰ συνυφασμένα κύτταρα τῶν μελισσῶν, ἡ κηρήθρα, «μελόπηττα», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9 ἃς [[ὡσαύτως]] καλεῖ ἱστοὺς συνυφεῖς, [[αὐτόθι]] 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=αἱ Α<br />[[κηρήθρα]] τών [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνυφαίνω]], λόγω του ότι η [[κηρήθρα]] έχει [[μορφή]] πλέγματος]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], αἱ,
A bees' cells (from their net-like appearance), honeycomb, Arist.HA624a11.
German (Pape)
[Seite 1038] αἱ, die mit einander verbundenen Stücke von Wachszellen, Honigwaben, Arist. H. A. 9, 40.
Greek (Liddell-Scott)
συνύφειαι: [ῠ], αἱ, τὰ συνυφασμένα κύτταρα τῶν μελισσῶν, ἡ κηρήθρα, «μελόπηττα», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9 ἃς ὡσαύτως καλεῖ ἱστοὺς συνυφεῖς, αὐτόθι 8.
Greek Monolingual
αἱ Α
κηρήθρα τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυφαίνω, λόγω του ότι η κηρήθρα έχει μορφή πλέγματος].