κινδυνευτέον: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κινδῡνευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κινδυνεύω]], δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.
|lstext='''κινδῡνευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κινδυνεύω]], δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδυνευτέον Medium diacritics: κινδυνευτέον Low diacritics: κινδυνευτέον Capitals: ΚΙΝΔΥΝΕΥΤΕΟΝ
Transliteration A: kindyneutéon Transliteration B: kindyneuteon Transliteration C: kindynefteon Beta Code: kinduneute/on

English (LSJ)

   A one must venture, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κ. E.Supp.572, cf. IT1022, Plb.4.11.7: Adj. -τέος, α, ον, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κινδυνεύω, δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.

Greek Monotonic

κινδῡνευτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.