πολυσύνδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠσύνδεσμος''': -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ [[Θουκυδίδης]] ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41. | |lstext='''πολῠσύνδεσμος''': -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ [[Θουκυδίδης]] ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />(για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί πολλούς συνδέσμους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A using many conjunctions or connecting particles, Θουκυδίδης Sch.Th.2.41.
German (Pape)
[Seite 674] viele Verbindungen od. Verbindungswörter brauchend, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύνδεσμος: -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ Θουκυδίδης ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί πολλούς συνδέσμους.