ὑπουργητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπουργητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ὑπουργεῖν, παρέχειν ὑπηρεσίαν, Λουκ. Χάρων 2. | |lstext='''ὑπουργητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ὑπουργεῖν, παρέχειν ὑπηρεσίαν, Λουκ. Χάρων 2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπουργητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να του προσφερθεί [[υπηρεσία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must serve or be kind to, Luc.Cont.2, Hld.7.17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ὑπουργεῖν, παρέχειν ὑπηρεσίαν, Λουκ. Χάρων 2.
Greek Monotonic
ὑπουργητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να του προσφερθεί υπηρεσία, σε Λουκ.