σκίμπων: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_14) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκίμπων''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σκίπων]], [[ἐνίοτε]] εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων. | |lstext='''σκίμπων''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σκίπων]], [[ἐνίοτε]] εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκίπων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. σκίπων.
German (Pape)
[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.
Greek (Liddell-Scott)
σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
βλ. σκίπων.