κεραμοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾰμοπώλης''': -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 161. | |lstext='''κερᾰμοπώλης''': -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κεραμοπώλης]])<br />ο [[πωλητής]] ειδών κεραμικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέραμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller of pottery, Din.Fr.89.18.
German (Pape)
[Seite 1420] ὁ, Verkäufer von irdenen Waaren, Din. bei Poll. 7, 161.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμοπώλης: -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 161.
Greek Monolingual
ο (Α κεραμοπώλης)
ο πωλητής ειδών κεραμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πώλης (< πωλώ)].