ἀνθρωποφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωποφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ἀνθρώπους, τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, κατόπιν [[ὅμως]] φαίνεται δίδων ἀντίθετον σημασίαν εἰς τὴν λέξιν· τί φής, ὦ φίλτατε, ἀνθρωποφάγους; πῶς; - ὧν γ’ ἂν [[ἄνθρωπος]] φάγοι, δῆλον ὅτι [[αὐτόθι]], - Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53: - ἰδίως ἐπὶ φυλῶν ἀνθρωποφάγων, Στράβ. 201, κτλ.
|lstext='''ἀνθρωποφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ἀνθρώπους, τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, κατόπιν [[ὅμως]] φαίνεται δίδων ἀντίθετον σημασίαν εἰς τὴν λέξιν· τί φής, ὦ φίλτατε, ἀνθρωποφάγους; πῶς; - ὧν γ’ ἂν [[ἄνθρωπος]] φάγοι, δῆλον ὅτι [[αὐτόθι]], - Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53: - ἰδίως ἐπὶ φυλῶν ἀνθρωποφάγων, Στράβ. 201, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />anthropophage.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[φαγεῖν]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποφάγος Medium diacritics: ἀνθρωποφάγος Low diacritics: ανθρωποφάγος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: anthrōpophágos Transliteration B: anthrōpophagos Transliteration C: anthropofagos Beta Code: a)nqrwpofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A man-eating, Antiph.68.12, Arist.HA501b1, Heraclit.Incred.31:—esp. of cannibal tribes, Str.4.5.4, etc.

German (Pape)

[Seite 235] Menschen fressend, Arist. H. A. 2, 1; aber ἀνθρωπόφαγος, von Menschen gegessen, Antiphan. Ath. VII, 313 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ἀνθρώπους, τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, κατόπιν ὅμως φαίνεται δίδων ἀντίθετον σημασίαν εἰς τὴν λέξιν· τί φής, ὦ φίλτατε, ἀνθρωποφάγους; πῶς; - ὧν γ’ ἂν ἄνθρωπος φάγοι, δῆλον ὅτι αὐτόθι, - Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53: - ἰδίως ἐπὶ φυλῶν ἀνθρωποφάγων, Στράβ. 201, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
anthropophage.
Étymologie: ἄνθρωπος, φαγεῖν.