ξυσματώδης: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυσμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς τὰ ξύσματα, [[πλήρης]] ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40˙ ξ. [[διαχώρημα]] π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.
|lstext='''ξυσμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς τὰ ξύσματα, [[πλήρης]] ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40˙ ξ. [[διαχώρημα]] π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυσματώδης]], -ῶδες (Α) [[ξύσμα]]<br />όμοιος με [[ξύσμα]], [[γεμάτος]] ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμᾰτώδης Medium diacritics: ξυσματώδης Low diacritics: ξυσματώδης Capitals: ΞΥΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: xysmatṓdēs Transliteration B: xysmatōdēs Transliteration C: ksysmatodis Beta Code: cusmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of ξύσματα I. Ic, διαχωρήματα Hp.Prog.11, cf. Acut.52 (Comp.), Coac.621, Aret. SD2.9.

German (Pape)

[Seite 283] ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὡς τὰ ξύσματα, πλήρης ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40˙ ξ. διαχώρημα π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.

Greek Monolingual

ξυσματώδης, -ῶδες (Α) ξύσμα
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).