ἀφέψημα: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(6_21)
(7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφέψημα''': τό, [[ἀπόβρασμα]], ὁ ζωμὸς τοῦ βρασθέντος πράγματος, Διοσκ. 2. 129, Γαλην. 13. 9.
|lstext='''ἀφέψημα''': τό, [[ἀπόβρασμα]], ὁ ζωμὸς τοῦ βρασθέντος πράγματος, Διοσκ. 2. 129, Γαλην. 13. 9.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀφέψημα]]) [[αφέψω]]<br />το [[προϊόν]] του βρασμού φυτικής ουσίας, το ζεστό.
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφέψημα Medium diacritics: ἀφέψημα Low diacritics: αφέψημα Capitals: ΑΦΕΨΗΜΑ
Transliteration A: aphépsēma Transliteration B: aphepsēma Transliteration C: afepsima Beta Code: a)fe/yhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A decoction, Dsc. 2.107, Lyc. ap. Orib.8.25.2, Ruf.ib.7.26.67, Gal.13.9.

German (Pape)

[Seite 409] τό, das Abgekochte, Absud, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέψημα: τό, ἀπόβρασμα, ὁ ζωμὸς τοῦ βρασθέντος πράγματος, Διοσκ. 2. 129, Γαλην. 13. 9.

Greek Monolingual

το (Α ἀφέψημα) αφέψω
το προϊόν του βρασμού φυτικής ουσίας, το ζεστό.