ἰσχναντικός: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχναντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4. | |lstext='''ἰσχναντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχναντικός]], -ή, -όν (Α) [[ισχναίνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ίσχνανση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for reducing, Arist.Pr.885a28, Dsc.1.24.
German (Pape)
[Seite 1272] trocknend, abmagernd, Arist. probl. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχναντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.
Greek Monolingual
ἰσχναντικός, -ή, -όν (Α) ισχναίνω
αυτός που επιφέρει ίσχνανση.