ἀνθρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρακίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. [[ὁμοιάζω]] τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. [[ἄνθραξ]] ΙΙ.
|lstext='''ἀνθρακίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. [[ὁμοιάζω]] τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. [[ἄνθραξ]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνθρακίσω, <i>att.</i> ἀνθρακιῶ;<br /><b>1</b> réduire en charbon;<br /><b>2</b> faire griller sur des charbons.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκίζω Medium diacritics: ἀνθρακίζω Low diacritics: ανθρακίζω Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: anthrakízō Transliteration B: anthrakizō Transliteration C: anthrakizo Beta Code: a)nqraki/zw

English (LSJ)

   A make charcoal of, roast or toast, Ar.Pax1136; carbonize, PHolm.6.4.

German (Pape)

[Seite 233] zu Kohlen brennen, Ar. Pax 1102. Bei Sp. intrans., schwarz wie eine Kohle aussehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρακίζω: μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. ὁμοιάζω τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. ἄνθραξ ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνθρακίσω, att. ἀνθρακιῶ;
1 réduire en charbon;
2 faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἄνθραξ.